- βρωτύς
- βρω-τύς, ἡ, [dialect] Ion. for βρῶσις,A eating, acc.
βρωτῡν Il.19.205
, Od. 18.407: gen.βρωτύος Philox.2.38
.II food, AP11.371 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρωτῡν Il.19.205
, Od. 18.407: gen.βρωτύος Philox.2.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρωτύς — βρωτύς, η (Α) βρώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβρώσκω, με το ιωνικό επίθημα τυ ] … Dictionary of Greek
βρωτύς — βρωτύ̱ς , βρῶσις meat fem acc pl (epic ionic) βρῶσις meat fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek